Αναγνώριση κυριότητας | Εμπράγματο, Ακίνητα
Αριθμός Απόφασης
1070/2009
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασιλική Ψιμούλη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Μήλιο, Πρωτοδίκη- Κτηματολογικό Δικαστή, Εισηγητή, Μαργίτσα Μιτζέλου, Πρωτοδίκη- Αναπληρώτρια Κτηματολογικού Δικαστή και από τη Γραμματέα Φρειδερίκη Τσόκαρα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 13 Ιανουαρίου 2009 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εναγόντων-καλούντων:…….από τους οποίους ο πρώτος εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διαμαντή Μπιλιάνη και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο της.
Των εναγομένων-καθών η κλήση: ………. από τους οποίους ο πρώτος εμφανίστηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευτυχία Τσιτσίκα και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο της.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 29.7.2008 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 7843/ 6.8.2008, προσδιορίστηκε αρχικά για τις 21.10.2008, οπότε, και η συζήτηση της ματαιώθηκε. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση. Σχετική, από 22.10.2008, κλήση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 4210/27.10.2008, προσδιορίστηκε για την ανωτέρω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται, στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ.’αριθ. 9610β/11.8.2008 και 9609β/11.8.2008 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας Ελένης Αγγελοπούλου, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες, προκύπτει ότι κλήσεις προς απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς στο γραφείο του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων για τις 8.9.2008, έχουν επιδοθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγόμενους, αντίστοιχα.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1192 αριθ. 1,1198 του Α.Κ., 1 παρ.2α και 3 εδ.α’, β’, 6 παρ.1 και 2, 12 παρ.α’ν.2664/1998 και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 7α παρ. 1 περ. α’ ν. 2664/1998 συνάγεται ότι σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής που ζητείται με αγωγή η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με αυτήν (ανακριβή πρώτη εγγραφή) και η διόρθωση της, αν το συμβόλαιο πώλησης – στην οποία (πώληση) θεμελιώνει ο ενάγων την κυριότητα του στο επίδικο- δεν μεταγράφηκε μέχρι την έναρξη του κτηματολογίου και την αντικατάσταση από αυτό του συστήματος των μεταγραφών, τη μεταγραφή αυτής αναπληρώνει η εκ μέρους του αγοραστή άσκηση και η με επιμέλεια του καταχώριση της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες εκθέτουν στην υπό κρίση αγωγή ότι έχει περιέλθει στη συγκυριότητα τους, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αυτούς, από αγορά (του σχετικού αγοραπωλητηρίου συμβολαίου έχοντος μεταγραφεί σε αναρμόδιο υποθηκοφυλακείο), διαφορετικά από χρησικτησία -στο χρόνο της οποίας συνυπολογίζουν και το χρόνο νομής των αναφερόμενων στην αγωγή δικαιοπαρόχων τους- το ακίνητο που περιγράφεται αναλυτικά στην αγωγή κατά θέση, έκταση και όρια, αξίας 3.000.000 ευρώ. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης που έχει ήδη ολοκληρωθεί στο Δήμο Μελισσιών Αττικής, στην κτηματική περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ως άνω ακίνητο, το τελευταίο εσφαλμένα καταχωρήθηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου Αττικής ως ιδιοκτησία των εναγομένων- σε ποσοστό 75% στον πρώτο εναγόμενο και σε ποσοστό 25% στη δεύτερη εναγόμενη, ενώ οι ίδιοι οι ενάγοντες από παραδρομή δεν υπέβαλαν δήλωση ιδιοκτησίας σύμφωνα με το ν. 2308/1995, η δε ως άνω εγγραφή είναι ανακριβής. Ότι το επίδικο φαίνεται με ΚΑΕΚ που αναφέρεται στην αγωγή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου. Ζητούν, λοιπόν, να αναγνωριστεί ότι είναι συγκύριοι, σε ποσοστό 50%» εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς, του επιδίκου και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή ως προς αυτό στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου, έτσι ώστε να φαίνεται ότι το επίδικο ανήκει στην ως άνω συγκυριότητα τους. Ζητούν, επίσης, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα.
Η αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία στο Δικαστήριο αυτό που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (άρθρα 6 παρ. 2 ν. 2664/1998 σε συνδυασμό με 9, 10, 11 αρ. 1. 18 αριθ. 1 ΚπολΔ) και κατά τόπο (άρθρο 29 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι, 1) κοινοποιήθηκε στον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου Αττικής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 (βλ. την υπ.’ αριθ. 9608β/11.8.2008 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας…, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες), 2) καταχωρίστηκε στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 περ. ιβ’ του ν. 2664/1998 (βλ. το με αριθ. 5981/7.8.2008 πιστοποιητικό του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου) και 3)οι εναγόμενοι δεν προσήλθαν να μετάσχουν στην απόπειρα εξώδικης λύσης της διαφοράς κατά την ως άνω με ημεροχρονολογία (8-9-2008, βλ. τη σχετική, από 8-9-2008, δήλωση του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων Διαμάντη Μπιλιάνη, κατ’ άρθρο 214 Α παρ. 8 εδ. β’του Κ.ΠολΔ). Είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας και των άρθρων 513, 1033, 1041, 1045, 1051 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ. 6 παρ. 1, 2 ν. 2664/1998. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή και ισχυρίζονται ότι το επίδικο ανήκει στη συγκυριότητα τους, σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου στον πρώτο εναγόμενο και σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στη δεύτερη εναγόμενη, από έκτακτη χρησικτησία, στο χρόνο της οποίας συνυπολογίζουν και το χρόνο νομής του αναφερόμενου στις προτάσεις δικαιοπαρόχου τους. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 1045, 1051 του ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσία.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τόσο οι από 26.9.2008 και από 29.9.2008 ένορκες βεβαιώσεις των Κωνσταντίνας Αποστολοπούλου, Δημητρίου Κάτσιου (από 26.9.2008) και Οντισέ (Οδυσσέα) Λαζάι (από 29.9.2008), αντίστοιχα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών -οι οποίες ελήφθησαν ύστερ’ από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., των εναγομένων εκ μέρους των εναγόντων να παρασταθούν σ’ αυτές (βλ, σχετικά τις υπ.’ αριθ. 9773β/23.9.2008 και 9772β/23.9.2008, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθήνας ………., που προσκομίζουν και επικαλούνται οι ενάγοντες)- όσο και οι από 8.12.2008 ένορκες βεβαιώσεις των …… ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου -οι οποίες ελήφθησαν ύστερ’ από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση, κατ’ άρθρο 270 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., των εναγόντων εκ μέρους των εναγόμενων να παρασταθούν σ’ αυτές (βλ. σχετικά τις υπ.’ αριθ. 11556/3.12.2008 και 11557/3.12.2008, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …… που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εναγόμενοι)- αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Από αγορά από το μέχρι τότε αποκλειστικό κύριο του πιο κάτω ακινήτου Στυλιανό Τσουκαλά, δυνάμει του υπ.’αριθ. /1940 προσυμφώνου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθήνας -η δε ως άνω αγοραπωλησία και η μεταβίβαση λόγω αυτής της πιο κάτω αναφερόμενης κυριότητας αναγνωρίστηκε με την υπ.’ αριθ. 172/1964 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που επικυρώθηκε με την υπ.’ αριθ. 2314/1965 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, νόμιμα μεταγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου (τόμ. 76. αριθ. 38.020)- περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα της Κωνσταντίνας (Στάντης) Αποστολοπούλου του Ανδρέα ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού 1.583,46 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Παληάγιαννης» στα Μελίσσια Αττικής (και πιο παλιά στην Κηφισιά Αττικής) και συνορεύει γύρω-γύρω και συνολικά με ιδιοκτησίες αγνώστων και με την οδό Νικολάου Ψαρρού. Επίσης, από αγορά από τους μέχρι τότε συγκύριους του πιο πάνω ακινήτου……, δυνάμει του από 12.1.1937 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας -η δε ως άνω αγοραπωλησία και η μεταβίβαση λόγω αυτής της πιο κάτω αναφερόμενης κυριότητας αναγνωρίστηκε με την υπ.’ αριθ. 131/1964 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, νόμιμα μεταγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου (τόμ. 59, αριθ. 28944)- περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα της……ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού 2.423.20 τ.μ., που βρίσκεται στην πιο πάνω θέση και συνορεύει γύρω-γύρω και συνολικά με το πιο πάνω ακίνητο, ιδιοκτησίας αγνώστων και με την οδό Νικολάου Ψαρρού. Στη συνέχεια, από εκ διαθήκης -και δη από την από 15.1.1987 ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύτηκε με τα υπ.’ αριθ. 348/26.1.1990 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών- κληρονομιά της ήδη αποβιώσασας (στις 28.7.1987) ανωτέρω …. -την οποία (ως άνω κληρονομιά) η …. κόρη της ως άνω αποβιώσασας, αποδέχθηκε ρητά με την υπ.’ αριθ…../5.4.1990 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθήνας …., νόμιμα μεταγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου (τόμ. 265, αριθ. 167)- περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα της ανωτέρω …. το αμέσως παραπάνω ακίνητο. Επομένως, η ….. έγινε αποκλειστική κύρια των δύο (2) ως άνω όμορων ακινήτων, τα οποία συνενώθηκαν σε ένα ενιαίο αγροτεμάχιο κατά το έτος 1988 από την ανωτέρω κύρια αυτών. Κατόπιν, από αγορά από τη μέχρι τότε αποκλειστική κύρια των δύο (2) ως άνω ακινήτων …, δυνάμει του υπ.’ αριθ. /1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθήνας -το οποίο δεν έχει μεταγραφεί στο βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου αλλά έχει μεταγραφεί στα αντίστοιχα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κηφισιάς (τόμ. … αριθ…), πλην όμως η ανωτέρω έλλειψη αναπληρώνεται με την καταχώρηση της υπό κρίση αγωγής στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας περιήλθαν στη συγκυριότητα των εναγόντων, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αυτούς, τα δύο (2) ως άνω όμορα ακίνητα. Περαιτέρω, προέκυψε ότι από το έτος 1965 και μέχρι το έτος 1990 η ως άνω… επισκεπτόταν ακώλυτα και τακτικά το πρώτο από τα ως άνω ακίνητα και επόπτευε την κατάστασή του, το περιέφραξε και επισκεύαζε την περίφραξη αυτή, όποτε αυτό χρειαζόταν. Επίσης, προέκυψε ότι από το έτος 1964 και μέχρι το θάνατο της (το έτος 1987) η ανωτέρω….. προέβαινε ακώλυτα στις πιο πάνω πράξεις νομής στο δεύτερο από τα πιο πάνω ακίνητα. Μετά δε τη συνένωση των ανωτέρω ακινήτων το έτος 1988 και μέχρι το έτος 1997 η ως άνω ….. συνέχιζε να προβαίνει ακώλυτα στις πιο πάνω πράξεις νομής στο ενιαίο πλέον ανωτέρω ακίνητο. Εξάλλου, οι ενάγοντες από το έτος 1997 και μέχρι το έτος 2004 προέβησαν σε νέα περίφραξη του ενιαίου, ως άνω, ακινήτου, επισκεύαζαν αυτή όποτε αυτό χρειαζόταν και επισκέπτονταν τακτικά το ανωτέρω ακίνητο, χωρίς ποτέ στο διάστημα αυτό να ενοχληθούν από κανένα. Κατά το έτος 2004 όμως οι εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι ότι τμήμα του ως άνω ακινήτου, εμβαδού 3.875 τ.μ., έχει περιέλθει στην κυριότητα τους, σε ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου στον πρώτο και σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου στη δεύτερη από αυτούς -από εξ αδιαθέτου κληρονομιά του θανόντος, στις 26.11.2003,….., πατέρα του πρώτου εναγόμενου και συζύγου της δεύτερης εναγόμενης, δυνάμει της υπ.’ αριθ. 10.877/6.5.2004 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά …. μεταγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου (τόμ. … αριθ. …)- υπέβαλαν δήλωση ιδιοκτησίας σύμφωνα με το ν. 2308/1995 κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της περιοχής του Δήμου Μελισσιών Αττικής, αμφισβητώντας έτσι την ανωτέρω συγκυριότητα των εναγόντων στο επίδικο και χωρίς να έχουν προβεί μέχρι τότε σε καμία πράξη νομής στο ως άνω ακίνητο, όπως επίσης δεν προέκυψε, ότι ο ως άνω φερόμενος ως δικαιοπάροχος των εναγομένων προέβη σε κάποια πράξη νομής στο ως άνω ακίνητο. Αντίθετα, οι ενάγοντες από παραδρομή, πιστεύοντας ότι το ως άνω ακίνητο εξακολουθούσε να βρίσκεται στην περιφέρεια του Δήμου Κηφισιάς Αττικής, δεν είχαν προβεί στη μεταγραφή του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου με το οποίο μεταβιβάστηκε σε αυτούς η κυριότητα του επιδίκου – στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο Αμαρουσίου και δεν υπέβαλαν δήλωση ιδιοκτησίας σύμφωνα με το ν. 2308/1995.
Με την με αριθ. 253/2/25.10.2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Μελισσιών Αττικής και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή η 3.11.2004. Το ένδικο ακίνητο έχει λάβει ως γεωτεμάχιο τον ΚΑΕΚ ….., εμβαδού 3.755 τ.μ., στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου και φέρεται σ’ αυτά (κτηματολογικά βιβλία) ως ιδιοκτησία των εναγομένων, σε ποσοστό 75% εξ αδιαίρετου του πρώτου εναγόμενου και σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου της δεύτερης εναγόμενης.
Επομένως, πρέπει, αφού απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ως άνω νόμιμος ισχυρισμός των εναγομένου, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς, του επιδίκου και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ώστε να φαίνεται ότι το επίδικο ανήκει στην ως άνω συγκυριότητα των εναγόντων. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος τους, βαρύνουν τους εναγόμενους, που ηττήθηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 176 του Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται κατά τα λοιπά την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτού, ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 3.754,96 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «……» στα Μελίσσια Αττικής και συνορεύει γύρω-γύρω και συνολικά με ιδιοκτησίες αγνώστων και με την οδό ……, ενώ το πιο πάνω ακίνητο έχει λάβει ως γεωτεμάχιο τον ΚΑΕΚ….., εμβαδού 3.755 τ.μ., στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου και φέρεται ως ιδιοκτησία των εναγομένων, σε ποσοστό 75% εξ αδιαιρέτου του πρώτου εναγόμενου και σε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου της δεύτερης εναγόμενης, στα εν λόγω κτηματολογικά βιβλία.
Διατάσσει τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου Αττικής ως προς το παραπάνω ακίνητο, έτσι ώστε να φαίνεται ότι αυτό ανήκει στην ως άνω συγκυριότητα των εναγόντων.
Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, τα οποία ορίζει σε οχτακόσια (800) ευρώ.
ΑΡΙΘΜΟΣ 5412/2010
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 8ο
—————————-
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Γεώργιο Χοϊμέ, Αδριανή Λαμπροπούλου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ιωάννα Κορρέ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19 Νοεμβρίου 2009 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: …… από τους οποίους εκκαλούντες, ο πρώτος παραστάθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο, Ευτυχία Τσιτσίκα, ενώ η δεύτερη εκκαλούσα, εκπροσωπήθηκε από την ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: …….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ. από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Διαμαντή Μπιλιάνη.
Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 29 Ιουλίου 2008 αγωγή τους προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 7843/2008 ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ αριθμόν 1070/2009 οριστική του απόφαση με την οποία δέχτηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν οι εκκαλούντες με την από 11 Απριλίου 2009 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 3870/2009.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ..
Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, από 11/4/2009 (αριθμ. Καταθ. 3870/2009) έφεση των εναγομένων κατά της υπ’ αριθμ. 1070/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα στοιχεία ούτε γίνεται σχετική επίκληση ότι εχώρησε επίδοση της εκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495§1, 513§1β, 516, 517, 518§2 Κ.Πολ.Δ). Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 Κ.Πολ.Δ).
Με την από 29/7/2008 (αριθμ.καταθ. 7843/2008) αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι έχουν καταστεί συγκύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, των περιγραφομένων στην αγωγή δύο όμορων (ενοποιημένων) αγροτεμαχίων, κυρίως μεν με παράγωγο τρόπο (αναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, νομίμως μεταγραφέν), επικουρικώς δε με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία). Ότι, κατά τη διαδικασία της γενομένης κτηματογράφησης, το άνω ενιαίο ακίνητο, ανακριβώς, καταχωρήθηκε, με το αναφερόμενο ΚΑΕΚ, στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ως ιδιοκτησία των εναγομένων (σε ποσοστό 75% του πρώτου και 25% της δεύτερης), οι οποίοι ψευδώς εμφανίζουν το ακίνητο ως ανήκον στην κυριότητά τους, αμφισβητώντας έτσι το δικό τους δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτού. Ζήτησαν δε να αναγνωριστεί ότι είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του άνω ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της άνω, ανακριβούς, πρώτης εγγραφής ως προς αυτό στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου, έτσι ώστε να φαίνεται ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στη δική τους συγκυριότητα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 1070/2009 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ’ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εναγόμενοι, με την ένδικη έφεσή τους, για λόγους αναγόμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή των εφεσιβλήτων.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα προσκομιζόμενα, με επίκληση, από τους διαδίκους ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης αυτού, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από τους ενάγοντες – εφεσίβλητους υπ’ αριθμ. 8404/26-9-2008, 8405/26-9-2008 και 8509/29-9-2008 ένορκες βεβαιώσεις τρίτων που δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών με επιμέλεια των ανωτέρω, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. υπ’ αριθμ. 9773β/23-9-2008 και 9772β/23-9-2008 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής Επιμελήτριας ….) και τις προσκομιζόμενες από τους εναγόμενους – εκκαλούντες υπ. αριθμ. 2014/8-12-2008 και 2015/8-12-2008 ένορκες βεβαιώσεις τρίτων που δόθηκαν, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αμαρουσίου, με επιμέλεια των ανωτέρω, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. υπ.αριθμ.11556/3-12-2008 και 11557/3-12-2008 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή …..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των από 18-3-1938 και 30-7-1938 ιδιωτικών συμφωνητικών, σε συνδυασμό και με το υπ’ αριθμ. 5696/18-3-1940 προσύμφωνο αγοραπωλησίας του τότε Συμβολαιογράφου Αθηνών …..ο ….πώλησε στην ……, εκπροσωπηθείσα στην αγοραπωλησία λόγω ανηλικότητάς της, από τον πατέρα της ….., ένα αγροτεμάχιο εκτάσεως (σύμφωνα με τα άνω έγγραφα) 1.700τμ περίπου ή όσης εκτάσεως και αν ήταν, που βρισκόταν στη θέση «…» της Κηφισιάς (κατά το προσύμφωνο) και συνόρευε ανατολικά με αγρό πρώην ….. και ήδη….., μεσημβρινώς με δρόμο, αρκτικώς με αγρό Λουμίδη και δυτικώς με ιδιοκτησία Κοσμά Μάρτη. Η άνω αγοραπωλησία και η, δι’ αυτής, γενομένη μεταβίβαση της κυριότητας, νομής και κατοχής του πωληθέντος αγρού στην παραπάνω αγοράστρια, κυρώθηκε και αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθμ. 172/1964 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2314/1965 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου (τόμος 76, αρ. 38020). Στον ως άνω πωλητή Στυλιανό Τσουκαλά είχε παραχωρηθεί (μεταξύ άλλων) το παραπάνω ακίνητο ως κληροτεμάχιο με αριθμό 9 κατηγορίας Γ, κατά γενόμενη το έτος 1931 διανομή του Υπουργείου Γεωργίας προς αγροτική αποκατάσταση, ενώ αργότερα εκδόθηκε και το υπ’ αριθμ. 2721/1947 σχετικό παραχωρητήριο του Υπουργείου Γεωργίας, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επίσης, δυνάμει του από 12-1-1937 ιδιωτικού συμφωνητικού (πωλητηρίου), στην Άννα συζ. Ανδρέα Αποστολόπουλου πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε, κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, από τους ….. ένας αγρός, κείμενος στη θέση …. της περιφέρειας του δήμου Κηφισιάς, ο οποίος είχε παραχωρηθεί στους άνω πωλητές κατά την προαναφερόμενη διανομή του έτους 1931, ως κληροτεμάχιο με αριθμό 10 κατηγορίας Γ, δυνάμει του υπ’ αριθμ. 676/1944 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, που μεταγράφηκε νόμιμα. Η ως άνω αγοραπωλησία και η μεταβίβαση στην αγοράστρια της κυριότητας, νομής και κατοχής του παραπάνω κληροτεμαχίου κυρώθηκε και αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθμ. 131/1964 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Δυνάμει της από 15-1-1987 ιδιόγραφης διαθήκης της που δημοσιεύτηκε νόμιμα,η ως άνω ….. που απεβίωσε στις 28-7-1987, άφησε, ως κληρονομιά, το παραπάνω περιελθόν στην κυριότητα της ακίνητο (κληρότεμάχιο 10) στην άνω θυγατέρα της και ήδη κυρία του όμορου κληροτεμαχίου 9,…., η οποία αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/1990 πράξης της Συμβολαιογράφου Αθηνών …. που μεταγράφηκε νόμιμα. Έτσι, η ανωτέρω ….. απέκτησε την κυριότητα και των δύο ως άνω όμορων αγροτεμαχίων (9 και 10), τα οποία συνενώθηκαν από αυτήν σε ένα ενιαίο ακίνητο περί το έτος 1988. Τα εν λόγω δύο όμορα αγροτεμάχια (ενοποιημένα σε ένα ακίνητο συνολικής εκτάσεως 4.006,66 τμ) η …. πώλησε και μεταβίβασε κατά κυριότητα, νομή και κατοχή στους ενάγοντες κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου στον καθένα, δυνάμει του υπ’ αριθμ…./1997 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ….. Σύμφωνα με το συμβόλαιο αυτό, τα ως άνω πωληθέντα δύο αγροτεμάχια (ενοποιημένα σε ένα) βρίσκονται εκτός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως της περιφέρειας του δήμου Κηφισιάς Αττικής, στη θέση «…..», στην ανατολικότερη προέκταση της Κηφισιάς και στη βορειότερη των Μελισσίων, το δε πρώτο (υπ’ αριθμ. 9) από αυτά έχει έκταση 1.583,46 τμ και συνορεύει νότια, επί προσώπου μήκους 22,30μ., με ασφαλτοστρωμένη οδό, βόρεια, επί πλευρά μήκους 22,58μ. με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστων και κατά δήλωση της πωλήτριας με ιδιοκτησία …., ανατολικά, επί πλευράς μήκους 70,84μ, με άλλο αγροτεμάχιο της πωλήτριας και δυτικά, επί πλευράς μήκους 69,59μ, με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστων, ενώ το δεύτερο αγροτεμάχιο (υπ’ αριθμ.10) έχει έκταση 2.423,20τμ και συνορεύει νότια επί προσώπου μήκους 34,39μ με ασφαλτοστρωμένη οδό, βόρεια επί πλευρά μήκους 34,94μ με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστων και κατά δήλωση της πωλήτριας με ιδιοκτησίες … και …., ανατολικά, επί πλευράς μήκους 69,40μ, με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας …. και δυτικά, επί πλευράς μήκους 70,84μ, με το προαναφερόμενο αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας της πωλήτριας. Το παραπάνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο μεταγράφηκε (αναρμοδίως) στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κηφισιάς και όχι στα αντίστοιχα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου, το οποίο ήταν τοπικά αρμόδιο για τη μεταγραφή του, αφού τελικά η τοποθεσία που βρίσκονται τα άνω μεταβιβασθέντα αγροτεμάχια ανήκε στην περιφέρεια του Δήμου Μελισσίων Αττικής. Η ως άνω αναρμοδίως γενόμενη μεταγραφή του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου είναι ανίσχυρη και δεν παράγει αποτέλεσμα (Γεωργιάδης – Σταθόπουλος, Αστ. Κώδιξ, άρθρο 1192 αρ. 4). Το έτος 1998 άρχισε, σύμφωνα με το ν. 2308/1995, η διαδικασία κτηματογράφησης στην περιφέρεια του Δήμου Μελισσίων Αττικής, στην οποία όπως προαναφέρθηκε βρίσκεται το άνω ενιαίο ακίνητο (αγροτεμάχιο). Στη διαδικασία αυτή, οι εναγόμενοι υπέβαλλαν το έτος 2004, δήλωση ιδιοκτησίας για τμήμα του άνω (ενιαίου) ακινήτου, εκτάσεως (του τμήματος) 3.755τμ., με βάση την υπ’ αριθμ. 10.877/2004 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου …, νομίμως μεταγραφείσα, σύμφωνα με την οποία (πράξη) αυτοί (οι εναγόμενοι) αποδέχθηκαν ως (εξ αδιαθέτου) κληρονομιαίο ακίνητο του αποβιώσαντος στις 26-11-2003, πατέρα του πρώτου και συζύγου της δεύτερης ….. (κατά ποσοστό ¾ και ¼ εξ αδιαιρέτου αντίστοιχα) το παραπάνω αναφερόμενο (ενιαίο) αγροτεμάχιο, με την επιπλέον δήλωση ότι τούτο περιήλθε στον αποβιώσαντα δικαιοπάροχό τους με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νεμόταν για χρονικό διάστημα πλέον των τριάντα ετών. Με την υπ’ αριθμ. 253/2/25-10-2004 απόφαση του Δ.Σ του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων (αρχικών) εγγράφων στα κτηματολογικά βιβλία του Δήμου Μελισσίων Αττικής και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή η 3-11-2004. Το παραπάνω ακίνητο έλαβε ως γεωτεμάχιο, εκτάσεως 3.754,96τμ, τον ΚΑΕΚ …… στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου και φέρεται σε αυτά (με βάση την ως άνω δήλωση) ως ιδιοκτησία των εναγομένων (75% εξ αδιαιρέτου του πρώτου και 25% εξ αδιαιρέτου της δεύτερης). Την εν λόγω εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, προσβάλλουν οι ενάγοντες ως ανακριβή με την ένδικη αγωγή τους υποστηρίζοντας ότι αυτοί είναι συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου, πλην όμως, λόγω του ότι πίστευαν ότι τούτο υπάγεται στο Δήμο Κηφισιάς, παρέλειψαν να υποβάλλουν την προβλεπόμενη από το νόμο δήλωση ιδιοκτησίας στο αρμόδιο κτηματολογικό γραφείο. Η άσκηση της ένδικης αγωγής (του άρθρου 6§2 ν. 2664/1998) και η, με επιμέλεια των εναγόντων, καταχώρηση αυτής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, αναπληρώνει, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 1§2α, 3 εδ.α, 6§1,2, 12§1 περ.α του ν. 2664/1998 και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 7α§1περ.α του ίδιου νόμου, τη μεταγραφή του ως άνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του έτους 1997,το οποίο,όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε μεταγραφεί (αρμοδίως) μέχρι την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή. Οι εναγόμενοι, τόσον πρωτοδίκως όσον και με την ένδικη έφεσή τους αφενός αρνούνται την κυριότητα των εναγόντων αλλά και της άνω δικαιοπαρόχου τους επί του επιδίκου ακινήτου, αφετέρου προβάλλουν τον ισχυρισμό περί ιδίας κυριότητας αυτών, κτηθείσας με την προαναφερόμενη δήλωση αποδοχής κληρονομιάς αλλά και με έκτακτη χρησικτησία. Οι ενάγοντες (όπως όφειλαν ενόψει και της ανωτέρω αμφισβήτησης) επικαλούνται, ήδη, με την αγωγή τους τον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας της δικαιοπαρόχου τους με έκτακτη χρησικτησία. Σχετικά με το εν λόγω ζήτημα αποδείχθηκαν από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα τα ακόλουθα: Η δικαιοπάροχος (άμεση) των εναγόντων …. (αρχικά διά του εκπροσωπούντος αυτήν πατρός της) και η δικαιοπάροχος αυτής …..ασκούσαν στα ως άνω υπ’ αριθμ. 9 και 10 κληροτεμάχια τις αρμόζουσες στη φύση αυτών διακατοχικές πράξεις από τους προαναφερόμενους χρόνους κατάρτισης των παραπάνω ιδιωτικών συμφωνητικών πωλήσεώς τους σε αυτές, δηλαδή από τα έτη 1938 και 1937 αντίστοιχα (βλ. σχετικές αναφορές και στις προαναφερόμενες αποφάσεις επικύρωσης των αντίστοιχων ανώμαλων δικαιοπραξιών). Τις διακατοχικές αυτές πράξεις συνέχισαν οι ανωτέρω να ασκούν με διάνοια κυρίου (η καθεμία στο περιελθόν σε αυτήν αγροτεμάχιο) και μετά το έτος 1965 η ….. και το έτος 1964 η ……… (μετά δηλαδή την, κατά τα παραπάνω, επικύρωσή των, με τα ως άνω ιδιωτικά συμφωνητικά, συναφθεισών ανωμάλων δικαιοπραξιών). Έτσι, η ……συνέχισε από τον παραπάνω χρόνο να νέμεται το υπ’ αριθμ. 10 αγροτεμάχιο μέχρι το χρόνο του θανάτου της το έτος 1987, μετά τον οποίο συνέχισε να νέμεται τούτο η, κατά τα ανωτέρω, εκ διαθήκης κληρονόμος της ……η οποία επίσης νεμόταν συνεχώς και αδιαταράκτως, από τον παραπάνω χρόνο, το περιελθόν σε αυτήν υπ’ αριθμ. 9 αγροτεμάχιο, ενώ από το έτος 1988 η τελευταία συνέχισε να νέμεται και τα δύο αγροτεμάχια, ως ενοποιημένα πλέον σε ένα ακίνητο, μέχρι το έτος 1997, οπότε εχώρησε, κατά τα ανωτέρω, η πώληση και μεταβίβαση αυτών στους ενάγοντες. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι ανωτέρω επισκέπτονταν συχνά, επόπτευαν και φρόντιζαν τα παραπάνω αγροτεμάχια, ενώ περί το έτος 1970 προέβησαν σε περίφραξη με συρματόπλεγμα αυτών, την οποία, κατά καιρούς, επισκεύαζαν όταν υφίστατο φθορές. Το έτος 1971, μετά από αίτηση της….. χορηγήθηκε σε αυτήν το από 15-3-1971 πιστοποιητικό του Οικονομικού Εφόρου Αμαρουσίου (προσκομιζόμενο) σχετικά με την αξία του άνω αγορασθέντος από αυτήν αγροτεμαχίου, ενώ το έτος 1972, κατόπιν αιτήσεως της ιδίας, χορηγήθηκε σε αυτήν, από τη Γενική Διεύθυνση Γεωργίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας απόσπασμα του κτηματολογικού πίνακα της ως άνω γενομένης διανομής του έτους 1931, όπου αναφέρονται τα παραπάνω κληροτεμάχια και οι αντίστοιχοι κληρούχοι. Επίσης, σε περίφραξη με συρματόπλεγμα του ενιαίου πλέον ακινήτου προέβη η ….. και το έτος 1995, αφού έλαβε, κατόπιν αιτήσεώς της, από την Υπηρεσία Πολεοδομίας του Δήμου Κηφισιάς το από 17-7-1995 έγγραφο (προσκομιζόμενο), περί του ότι δεν απαιτείτο η έκδοση της οικοδομικής άδειας για την εν λόγω περίφραξη. Μάλιστα, στις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από τους διαδίκους φωτογραφίες του επίδικου ακινήτου απεικονίζεται καθαρά η περίφραξη αυτή (παλαιωμένη πλέον) που βρίσκεται, ήδη, μέσα από την καινούργια περίφραξη στην οποία προέβησαν οι ενάγοντες μετά την εκ μέρους τους αγορά του ακινήτου. Το έτος 1996 η άνω …… υπέβαλε αίτηση στο Δασαρχείο Πεντέλης, προκειμένου να πληροφορηθεί αν το επίδικο ακίνητο (ενιαία έκταση 4.006,66τμ) ήταν δασική έκταση. Το δασαρχείο Πεντέλης της απάντησε αρνητικά με το από 3-10-1997 έγγραφό του (προσκομιζόμενο), το οποίο αναρτήθηκε επί ένα μήνα το έτος 1998 στους πίνακες ανακοινώσεων τόσο του Δήμου Μελισσίων όσο και με επιμέλεια του πρώτου ενάγοντος, του Δήμου Κηφισιάς (βλ. σχετικές βεβαιώσεις). Προηγουμένως, κατ’ εντολή της …, συντάχθηκε το από μηνός Ιανουαρίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Αντώνη Δασκαλαντωνάκη που αφορά στο επίδικο ακίνητο και προσαρτήθηκε στο προαναφερόμενο έγγραφο του Δασαρχείου Πεντέλης. Επίσης, και οι ενάγοντες, από την εκ μέρους του αγορά του επίδικου ακινήτου (έτος 1997) και την ταυτόχρονη παράδοση της νομής του σε αυτούς από την άνω δικαιοπάροχό τους και μέχρι τον Οκτώβριο του 2004 (χρόνος περαίωσης της διαδικασίας των πρώτων εγγράφων στα κτηματολογικά βιβλία), προέβησαν ανενόχλητοι σε πράξεις νομής επί του ακινήτου και συγκεκριμένα επισκέπτονταν, επόπτευαν και φρόντιζαν τούτο, προέβαιναν αρχικά σε επισκευές της ήδη υπάρχουσας περίφραξής του και στη συνέχεια κατασκεύασαν και νέα περίφραξη (περικλείοντας και την παλαιά περίφραξη). Αντίθετα, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι και ο άνω δικαιοπάροχός τους ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο, και μάλιστα επί μια εικοσαετία στο χρονικό διάστημα από τα παραπάνω έτη (1964 και 1965) μέχρι το έτος 2004. Σε αντίθετη κρίση δεν οδηγείται το δικαστήριο από την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρος των εναγομένων (γνωστού του δικαιοπαρόχου τους και κατοίκου Μελισσίων), ούτε από τις προσκομιζόμενες από τους τελευταίους δύο ένορκες βεβαιώσεις τρίτων (κατοίκων Μελισσίων), καθόσον, αφενός αυτοί (οι μάρτυρες) δεν αναφέρονται, και μάλιστα σαφώς και ορισμένως σε επαρκείς πράξεις νομής των ανωτέρω, που να μπορούν να τους προσπορίσουν το προβαλλόμενο δικαίωμα κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αφετέρου τα όσα αυτοί καταθέτουν αναιρούνται τόσον από τα ως άνω προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες έγγραφα όσον και από την κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρα των εναγόντων, ο οποίος, ως αδελφός της δικαιοπαρόχου αυτών και ιδιοκτήτης ομόρου με το επίδικο ακινήτου, γνώριζε από την αρχή την πραγματική κατάσταση στο επίδικο και κατέθεσε με σαφήνεια και πειστικότητα για την άσκηση των ως άνω συγκεκριμένων πράξεων νομής από τους ενάγοντες και τις δικαιοπαρόχους τους. Επίσης, για την άσκηση πράξεων νομής αυτών γίνεται αναφορά και στις ως άνω προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες ένορκες βεβαιώσεις τρίτων. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, η δικαιοπάροχος των εναγόντων ….., όταν μεταβίβασε σε αυτούς το επίδικο ακίνητο το έτος 1997, είχε καταστεί κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία, αφού νεμήθηκε τούτο, συνεχώς, για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (από το 1965 έως το 1997), δηλαδή για διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, προσμετρώντας για το υπ’ αριθμ. 10 αγροτεμάχιο, το χρόνο της δικής της νομής στο χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου της …. Επομένως οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι (κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας) του επιδίκου (ενιαίου) ακινήτου κατά παράγωγο τρόπο, αφού απέκτησαν τούτο με το προαναφερόμενο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο παρά κυρίου (άρθρο 1033ΑΚ),άλλως πρωτοτύπως και μάλιστα με έκτακτη χρησικτησία, αφού νεμήθηκαν το ακίνητο, κατά τα προαναφερόμενα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας προσμετρώντας το χρόνο της δικής τους νομής στο χρόνο νομής των άνω δικαιοπαρόχων τους (άρθρο 1045, 1051ΑΚ). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε τα ίδια παραπάνω και έκανε δεκτή την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με την ένδικη έφεσή τους. Επομένως, η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν.Επίσης πρέπει να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
Για τους λόγους αυτούς
Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες ευρώ (2.000) ευρώ.