Ακίνητα, Δασικές Εκτάσεις | Αναγνώριση κυριότητας ιδιώτη επί ιδιωτικής δασικής έκτασης
Αναγνώριση κυριότητας ιδιώτη επί ιδιωτικής δασικής έκτασης, ο οποίος αντιτάσσει δικό του εμπράγματο δικαίωμα και συγκεκριμένα δικαίωμα κυριότητας κατά του μαχητού τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, στην περίπτωση που ο τελευταίος αποδείξει είτε ότι απέκτησε κυριότητα επί της δασικής αυτής έκτασης με ένα από τους περιοριστικά αναφερόμενους ανωτέρω τρόπους είτε ότι η έκταση αυτή δεν ήταν στην πραγματικότητα δασική.
Αριθμός Απόφασης
2480/2012
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
===========
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ανδρέα Ντόκο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Δημήτριο Σκουτέρη, Πρωτοδίκη- Κτηματολογικό Δικαστή- Εισηγητή, Αναστασία Σιώμου Πρωτοδίκη- Κτηματολογική Δικαστή και από τη Γραμματέα Ευσταθία Λουκαδούνου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 20 Σεπτεμβρίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εναγόντων:…….οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Διαμάντη Μπιλιάνη.
Του εναγομένου: Ελληνικού Δημοσίου που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, (οδός Καραγεώργη Σερβίας 2) το οποίο παραστάθηκε διά της Ελένης Περούλη, Δικαστικής Αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Κοινοποιούμενη προς τον Προϊστάμενο του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου Αττικής, Δήμος Μελισσίων,κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, Λεωφόρος Κηφισίας 137.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 20.4.2011 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 4631/5-5-2011 και προσδιορίστηκε για την ανωτέρω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται, στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17-11/1-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, ανήκαν σε ιδιώτες και των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο έπρεπε να υποβληθούν μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του ανωτέρω διατάγματος, που έχει ισχύ νόμου. Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου δ/τος. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν.ΑΧΝ’1988 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 «περί δασικού κωδικός» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφάνειας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασο-βιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστηματος (ΑΕΔ 27/1999). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι, στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος β.ρ.δ., ν. 8 παρ. 1 Κ (7.39), ν 9 παρ. 1 Πανδ. (50-14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41-4) ν. 6 (Πανδ (44.3), ν 767 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), που έχουν εφαρμογή κατά το άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ., για τον πριν από την έναρξη της ισχύος του Α.Κ. χρόνο για την κτήση κυριότητας επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται τριακονταετής νομή και καλή πίστη και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος μπορεί να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο και τον χρόνο των δικαιοπαρόχων του. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» (άρθρο 51 Εισ.Ν.Α.Κ) συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις ανωτέρω προϋποθέσεις και επί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα εθνικά δάση. Προς τούτο, όμως, έπρεπε η τριακονταετής νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, διότι μεταγενέστερα δεν ήταν δυνατή χρησικτησία στα κτήματα αυτά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν.ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου» που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22-4/15-5- 1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», με τις οποίες έχει ανασταλεί κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε εφεξής οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία τρίτων πάνω σ’ αυτά (Ολ.ΑΠ.75/1987). Η απαγόρευση αυτή επαναλήφθηκε και από τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας δημοσίων κτημάτων», με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο έστω και αν ουδεμία πράξη νομής ενήργησε επ’ αυτών και ότι τα επί των ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή (ΑΠ 1906/2006, Ελλ.Δνη 48. 146, Εφ.Πατρ. 579/2008, Αχ.Νομ. 2009.625). Κατά τα ανωτέρω, εκτενώς διαλαμβανόμενα, για κάθε χαρακτηριζόμενη ως ιδιωτική δασική έκταση, δημιουργείται κατ’ αρχήν μαχητό τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο όμως δύναται να ανατραπεί υπέρ του ιδιώτη που αντιτάσσει δικό του εμπράγματο δικαίωμα και συγκεκριμένα δικαίωμα κυριότητας, στην περίπτωση που ο τελευταίος αποδείξει είτε ότι απέκτησε κυριότητα επί της δασικής αυτής έκτασης με ένα από τους περιοριστικά αναφερόμενους ανωτέρω τρόπους είτε ότι η έκταση αυτή δεν ήταν στην πραγματικότητα δασική.
Οι ενάγοντες εκθέτουν στην ένδικη αγωγή ότι δυνάμει του υπ’ αριθ……..πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών …., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κηφισιάς, απέκτησαν κατά πλήρη κυριότητα, κατά ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ’ αδιαιρέτου έκαστος, δύο όμορα αγροτεμάχια με κτηματολογικούς αριθμούς ..και …. της διανομής του έτους 1931 του αγροκτήματος «Παληαγιάννης», τα οποία κατά το χρόνο κατάρτισης του πωλητηρίου συμβολαίου είχαν ήδη ενοποιηθεί από τη δικαιοπάροχο τους και αποτελούσαν ένα ενιαίο αγροτεμάχιο εμβαδού 4.006,66 τ.μ., όπως ειδικότερα αυτό περιγράφεται κατά θέση και όρια, τόσο στο αγωγικό δικόγραφο, όσο και στο από Ιανουαρίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού …… Ότι και τα δύο επί μέρους αγροτεμάχια του ευρύτερου αγροτεμαχίου που αγόρασαν, περιήλθαν στους απώτερους δικαιοπαρόχους της πωλήτριας και άμεσης δικαιοπαρόχου τους ……………., δυνάμει ισάριθμων παραχωρητηρίων της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας. Ότι κατέστησαν κύριοι του προπεριγραφέντος ευρύτερου αγροτεμαχίου, εκτός του παράγωγου και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας σε αυτό πράξεις νομής, τις οποίες εξειδίκευσαν επαρκώς στην αγωγή και προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους, το χρόνο νομής του από τους δικαιοπαρόχους τους που άρχισαν τη νομή τους το έτος 1931. Ότι από παραδρομή πίστεψαν ότι το ακίνητο τους βρισκόταν εκτός των κτηματογραφημένων περιοχών που υπήχθησαν στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου και για το λόγο αυτό δεν προέβησαν στην υποβολή δήλωσης ιδιοκτησίας του στο ως άνω κτηματολογικό γραφείο. Ότι εκ των υστέρων διαπίστωσαν πως το ακίνητο αυτό, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, διασπάστηκε σε δύο επί μέρους γεωτεμάχια και κατάχωρηθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου για το Δήμο Μελισσιών με διαφορετικούς ΚΑΕΚ, τους οποίους προσδιόρισαν στην αγωγή, κύριος του δεύτερου εκ των οποίων γεωτεμαχίων (ΚΑΕΚ 05 092 0101 050/0/0) καταχωρήθηκε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με την αιτιολογία ότι το συγκεκριμένο γεωτεμάχιο που έχει εμβαδό 400 τ.μ. και αξία κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής 200.000 ευρώ, αποτελούσε δασική έκταση. Ότι, με τον τρόπο αυτό, αμφισβητείται η επ’ αυτού κυριότητα τους από το εναγόμενο. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούν να αναγνωρισθεί ότι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 50% εξ’ αδιαιρέτου έκαστος επί του γεωτεμαχίου αυτού, να διορθωθεί η αρχική εγγραφή ως προς αυτό στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου, ώστε να φαίνεται ότι το συγκεκριμένο γεωτεμάχιο ανήκει κατά συγκυριότητα σε αυτούς εξ αδιαιρέτου και να καταδικασθεί το εναγόμενο στα δικαστικά τους έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ1 ύλην (άρθρα 6 παρ. 2 ν. 2664/1998, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 9, 10, 11 αρ. 1, 14-17, 18 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπον (άρθρο 29 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι, για το παραδεκτό αυτής, καταχωρίσθηκε εμπρόθεσμα στα κτηματολογικά φύλλα του κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 1 περ. ιβ’ και 5 του ν. 2664/1998 και 220 Κ.Πολ.Δ. (βλ. το υπ’ αριθ. Πρωτ. 5796/ 05-08-2011 πιστοποιητικό καταχώρισης του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου) και προηγήθηκε, κατ’ άρθρο 214Α Κ.Πολ.Δ., απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς (βλ. την από 20/06/2011 δήλωση αποτυχίας της απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, που συνέταξε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγόντων). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις του προϊσχύσαντος β.ρ.δ., καθώς και σε αυτές των άρθρων 6 παρ. 1, και 2 του ν. 2664/1998, 513, 1033, 1094, 1041, 1042, 1045, 1192 Α.Κ., 70 και 176 Κ.Πολ.Δ.. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με τις προτάσεις του αρνήθηκε γενικώς την αγωγή και προέβαλε τις ακόλουθες ενστάσεις: 1) του απαραδέκτου της ασκήσεως της επειδή δεν τηρήθηκε η προδικασία του άρθ. 24 του ν. 2732/1999, ήτοι της υποβολής προς το Ελληνικό Δημόσιο αιτήσεως θεραπείας, όμοιου ιστορικού και αιτήματος με την ασκούμενη κατά την ίδια διάταξη, έξι τουλάχιστον μήνες μεταγενέστερα, αγωγή, 2) του απαραδέκτου της ασκήσεως της επειδή δεν έλαβε χώρα η καταχώρηση της στα βιβλία διεκδικήσεων της περιφέρειας του ακινήτου κατ’ άρθρο 220 Κ.Πολ.Δ., καταχώρηση η οποία στις περιοχές όπου έχει ενεργοποιηθεί το Κτηματολόγιο λαμβάνει χώρα εντός της ίδιας με το άρθρο 220 Κ.Πολ.Δ. προθεσμίας στο κτηματολογικό φύλλο του διεκδικούμενου ακινήτου., 3) ένσταση αοριστίας, ισχυριζόμενο αορίστως ότι δεν έλαβε χώρα ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Περαιτέρω, το εναγόμενο, δεν υπέβαλε ούτε με τις κατατεθείσες προτάσεις του ούτε προφορικά κατά τη συζήτηση της αγωγής, με δήλωση του που να καταχωρήθηκε στα Πρακτικά της δίκης ένσταση ιδίας κυριότητας του επιδίκου γεωτεμαχίου.
Εκ των ανωτέρω ενστάσεων, η πρώτη κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη διότι η τήρηση της προδικασίας του άρθ. άρθ. 24 του ν. 2732/1999, καταργήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 24 του 3983/2011, η δεύτερη (ένσταση) ως ουσία αβάσιμη, διότι οι ενάγοντες καταχώρησαν, όπως προαναφέρθηκε ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της, την αγωγή νομότυπα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθ. 12 παρ. 1 περ. ιβ του ν. 2664/1998 στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου γεωτεμαχίου και η τρίτη (ένσταση αοριστίας) ως αόριστη κατά το περιεχόμενο της, διότι το εναγόμενο δεν διέλαβε σε αυτή κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει μη ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του δικάζοντος δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, τις προσκομισθείσες μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες φωτογραφίες, και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: δυνάμει του υπ’ αριθμ……………συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……… το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κηφισιάς στον τόμο .. και αριθμό …, οι ενάγοντες απέκτησαν κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, με πώληση από την ……… δύο (2) όμορα αγροτεμάχια, τα οποία έχουν κτηματολογικούς αριθμούς 9 και 10 αντίστοιχα, της διανομής του έτους 1931 του αγροκτήματος …. τα οποία είχαν συνενωθεί από τη δικαιοπάροχο των αιτούντων, αποτελούν δε ήδη ένα ενιαίο αγροτεμάχιο συνολικής επιφάνειας τεσσάρων χιλιάδων έξι και 66% (4.006,66) τετραγωνικών μέτρων, κείμενο στη θέση “ΠΑΛΗΑΓΙΑΝΝΗ”, στην ανατολικότερη προέκταση της Κηφισιάς και βορειότερη των Μελισσιών, εκτός σχεδίου πόλεως, αλλά εντός της ζώνης των 500 μέτρων από το σχέδιο πόλεως, της περιφέρειας του δήμου Κηφισιάς Αττικής και εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Β-Α-Η-Ζ-Ε-Δ-Γ-Β στο από Ιανουαρίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Αντώνη Δασκαλαντωνάκη, το οποίο προσαρτάται στο άνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας. Τα δύο αυτοτελή όμορα αγροτεμάχια τα οποία αποτελούν το ενιαίο μεγαλύτερο αγροτεμάχιο, συνορεύουν κατά την περιγραφή τους και σύμφωνα με το προσαρτώμενο στο άνω συμβόλαιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα ως εξής: 1) Το πρώτο αγροτεμάχιο αποτυπώνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Α και με τον αριθμό εννέα (9) στο από Ιανουαρίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Αντώνη Δασκαλαντωνάκη, έχει έκταση χιλίων πεντακοσίων ογδόντα τριών και 46% (1.583,46) τετραγωνικών μέτρων και συνορεύει νότια σε πρόσωπο Α-Β μήκους είκοσι δύο και 30% (22,30) μέτρων, με ασφαλτοστρωμένη οδό, βόρεια σε πλευρά Γ-Δ μήκους είκοσι δύο και 58% (22,58) μέτρων, με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας…….., ανατολικά σε πλευρά Α-Δ μήκους εβδομήντα και 84% (70,84) μέτρων, με το έτερο αγροτεμάχιο της πωλήτριας και δυτικά σε πλευρά Β-Γ μήκους εξήντα εννέα και 59% (69,59) μέτρων με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας αγνώστων. Το αγροτεμάχιο αυτό αποτελεί το υπ’ αριθμόν εννέα (9) τεμάχιο κατηγορίας Γ ενός γεωργικού κλήρου της διανομής 1931 του Υπουργείου Γεωργίας που περιήλθε στον πρόσφυγα …………, ως δικαιούμενο αγροτικής αποκαταστάσεως κατόπιν αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Ειδικότερα, το ως άνω αγροτεμάχιο περιήλθε στον ……. ως κληροτεμάχιο δυνάμει του υπ’ αριθ. …..1947 παραχωρητηρίου της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο 1465, με αριθμό 357. Στη συνέχεια η ……., δυνάμει του υπ’ αριθμόν 5.696/18-3-1940 προσυμφώνου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Λιάκου, απέκτησε από τον …… το άνω ακίνητο, η δε μεταβίβαση αυτή αναγνωρίστηκε με την υπ’ αριθμόν …..1964 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου και επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμόν 2.314/21-6-1965 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου, στον τόμο …. με αριθμό …… 2) Το δεύτερο αγροτεμάχιο αποτυπώνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Δ-Ε-Ζ-Η-Α και με τον αριθμό δέκα (10) στο από Ιανουαρίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου ως άνω τοπογράφου μηχανικού, σύμφωνα με το οποίο έχει έκταση δύο χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι τριών και 20% (2.423,20) τετραγωνικών μέτρων και συνορεύει νότια σε πρόσωπο Α-Η μήκους τριάντα τεσσάρων και 39% (34,39) μέτρων, με ασφαλτοστρωμένη οδό, βόρεια σε πλευρά Δ-Ε-Ζ συνολικού μήκους τριάντα τεσσάρων και 94% (34,94) μέτρων (Δ-Ε=7,65 μ.+ Ε-Ζ= 26,29μ.), με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας ……, ανατολικά σε πλευρά Η-Ζ μήκους εξήντα εννέα και 40% (69,40) μέτρων, με αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας …… και δυτικά σε πλευρά Α-Δ μήκους εβδομήντα και 84% (70,84) μέτρων με το παραπάνω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο. Το αγροτεμάχιο αυτό αποτελεί το υπ’ αριθμόν δέκα (10) τεμάχιο κατηγορίας Γ ενός γεωργικού κλήρου της διανομής 1931 του Υπουργείου Γεωργίας που περιήλθε στους πρόσφυγες …………ως κληροτεμάχιο, με βάση το υπ’ αριθμόν 676/8-2-1944 παραχωρητήριο της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο 1474, με αριθμό 180. Στην συνέχεια οι παραπάνω, με το από 12 Ιανουαρίου 1937 ιδιωτικό πωλητήριο έγγραφο, της πωλήσεως και μεταβιβάσεως αυτής κυρωθείσης με την υπ’ αριθμόν 131/15-10-1964 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου, στον τόμο 59, με αριθμό 28944, μεταβίβασαν στην ………. το παραπάνω αγροτεμάχιο. Η τελευταία πέθανε στις 28 Ιουλίου 1987 στην Αθήνα και με την από 15-1-1987 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε νόμιμα από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συνεδρίαση του της 26-01-1990, με το υπ’ αριθμόν 348/26-1-1990 πρακτικό του και καταχωρήθηκε στα βιβλία Διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών, στον τόμο 1371 με αριθμό 40, άφησε κληρονόμο την κόρη της ……. Την κληρονομιά αυτή αποδέχθηκε η δικαιοπάροχος των εναγόντων …., δυνάμει της υπ’ αριθμόν 2.494/5-4-1990 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ……. η οποία έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κηφισιάς, στον τόμο ….., με αριθμό … καθώς και στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου στον τόμο .., με αριθμό ….. Τα δύο (2) ως άνω όμορα αγροτεμάχια, τα οποία φέρουν τους κτηματολογικούς αριθμούς 9 και 10, της διανομής του 1931 του αγροκτήματος “…..”, τα αγόρασαν οι ενάγοντες κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας εκ πωλήσεως της δυνάμει του προαναφερθέντος υπ’ αριθμ…….συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, νόμιμα μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κηφισιάς στον τόμο … και αριθμό ….. Επίσης, οι ενάγοντες, οι οποίοι προέβησαν στην αγορά του ακινήτου, το έτος 1997, όπως προαναφέρθηκε, το νέμονται αδιάλειπτα από τότε, με νόμιμο τίτλο (νόμιμα μεταγραμμένη συμβολαιογραφική πράξη αγοράς του) και θεωρώντας καλόπιστα ότι αυτοί είναι οι κύριοι του, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανέναν ή να αμφισβητηθεί ποτέ η νομή τους επ’ αυτού, ασκώντας όλες τις υλικές και εμφανείς πράξεις που εκδήλωναν τη βούληση τους για εξουσίασή τους. Ειδικότερα, τόσο οι ίδιοι όσο και οι δικαιοπάροχοι τους, μεταξύ άλλων, το είχαν περιφράξει με συρματόπλεγμα, το επισκέπτονταν τακτικά, το καθάριζαν και επ’ αυτού ο πρώτος ενάγων έχει εναποθέσει διάφορα είδη της επιχείρησης του λόγω του ότι το επίδικο είναι περιφραγμένο και τα πράγματα αυτά είναι επαρκώς προστατευμένα. Επίσης, πέραν του ότι το ακίνητο ήταν περιφραγμένο και τα παλιά του συρματοπλέγματα υπάρχουν ακόμα, οι ενάγοντες κατασκεύασαν τσιμεντένια τοιχία και τοποθέτησαν και νέα υψηλότερη περίφραξη για την προστασία της περιουσίας τους και επιπλέον κατασκεύασαν και πόρτα από συρματόπλεγμα, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανέναν για τις πράξεις τους αυτές. Επιπλέον δήλωναν το ακίνητο κατ’ έτος στις σχετικές δηλώσεις της εφορίας. Τις ίδιες εμφανείς πράξεις νομής ασκούσαν και οι δικαιοπάροχοι τους, οι οποίοι πέραν του ότι δήλωναν το ακίνητο στις φορολογικές τους δηλώσεις, το είχαν περιφράξει, το καθάριζαν και το επισκέπτονταν ανελλιπώς, τουλάχιστον από το έτος 1947, οπότε παραχωρήθηκε στον απώτατο δικαιοπάροχο αυτών, Στυλιανό Τσουκαλά του Κωνσταντίνου, δυνάμει του υπ’ αριθ. 2.721/16-1-1947 παραχωρητηρίου της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, το τμήμα του ευρύτερου γεωτεμαχίου που αποτελούσε το κληροτεμάχιο με αριθμό 9. Περαιτέρω, η περιοχή όπου βρίσκεται το επίδικο υπάγεται στις κτηματογραφημένες περιοχές του Ν. Αττικής. Εκ παραδρομής όμως σχετικά με το εάν το ακίνητο υπάγεται στα όρια του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου ή του Υποθηκοφυλακείου Κηφισιάς και επειδή οι ενάγοντες πίστευαν ότι αυτό υπάγεται στον δήμο Κηφισιάς που δεν έχει κηρυχθεί υπό κτηματογράφηση, παρέλειψαν να υποβάλουν μέσα στη νόμιμη προθεσμία στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο την προβλεπόμενη από το νόμο δήλωση ιδιοκτησίας του. Όταν διαπίστωσαν ότι αυτό ενέπιπτε εντός των ορίων του δήμου Μελισσιών όπου είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία το οικείο κτηματολογικό γραφείο, ανέθεσαν σε πληρεξούσιο δικηγόρο τους να καταχωρήσει την ιδιοκτησία τους στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου, οπότε διαπίστωσαν ότι κατά την κτηματογράφηση του στο στάδιο των αρχικών εγγραφών, το επίδικο είχε διασπασθεί σε δύο επί μέρους εδαφικά τμήματα με διαφορετικά ΚΑΕΚ: 1) τον ΚΑΕΚ 05 092 0101 068/0/0 με αναγραφόμενους ως ιδιοκτήτες τους ……. κατά ποσοστό συγκυριότητας 25% και 75 % εξ αδιαιρέτου τον καθένα εξ αυτών αντιστοίχως, -κατά των οποίων οι ενάγοντες άσκησαν την από …..2008 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 1070/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία η υπ’ αριθμ. 5412/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίστηκαν τελεσιδίκως συγκύριοι σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος του ακινήτου με το παραπάνω ΚΑΕΚ και διατάχθηκε η σχετική διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου Αττικής. 2) ένα τμήμα εμβαδού 400 τ.μ. (επίδικο), με αριθμό ΚΑΕΚ 05 092 0101 050/0/0 και αναγραφόμενο ιδιοκτήτη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, που συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστων, νότια με υπόλοιπο ιδιοκτησίας των εναγόντων με ΚΑΕΚ ……., ανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….. και εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …. και δυτικά με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ….. Ενώ δηλαδή το επίδικο ακίνητο έχει ενιαία μορφή και είναι ενιαία περιφραγμένο, το κτηματολόγιο το διέσπασε και δημιούργησε δύο ιδιοκτησίες. Κατόπιν έρευνας οι ενάγοντες διαπίστωσαν σχετικά με το με αριθμό ΚΑΕΚ ……. γεωτεμάχιο (επίδικο), με αναγραφόμενο ιδιοκτήτη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ότι παρά το γεγονός ότι η κτήση της ιδιοκτησίας τους εξικνείται εκ νόμιμα μεταγεγραμμένων κατά τα ανωτέρω παραχωρητηρίων του Υπουργείου Γεωργίας και παρ’ ότι έχει εκδοθεί και μάλιστα προσαρτάται και στο νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ’ αριθμ. ……συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ……., με το οποίο αγόρασαν τα δύο ως άνω όμορα ακίνητα, το υπ’ αριθμ. πρωτ. 08/ΔΑΣ/ΠΕ/791 από 3.10.1997 έγγραφο της Διευθύνσεως Δασών Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής που συνοδεύεται και από σχετικό σχεδιάγραμμα, από το οποίο προκύπτει ότι τα ανωτέρω όμορα αγροτεμάχια με αριθμούς 9 και 10 δεν είναι δασική έκταση ιδιοκτησίας του ελληνικού Δημοσίου, αλλά τμήμα της ιδιοκτησίας τους, εντούτοις το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε μέρος της άνω ιδιοκτησίας τους, επιφανείας 400 τ.μ. ως ανήκουσα στο ίδιο, υποβάλλοντας και ένσταση κατά των αναρτηθέντων στοιχείων της Β’ ανάρτησης. Σε συνέχεια μάλιστα του παραπάνω εγγράφου της Διεύθυνσης Δασών Ανατολικής Αττικής, το Δασαρχείο Πεντέλης με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4712/2.6.2006 έγγραφο του έκρινε ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στην 1566/10.3.1999 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πεντέλης, πράξη που κατέστη τελεσίδικη και χαρακτηρίζει την επίδικη έκταση ως μη δασική. Η προαναφερόμενη ένσταση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, εξ αιτίας και της απουσίας των εναγόντων από την διαδικασία της συζητήσεως της, καθόσον δεν κλήθηκαν σε αυτή ούτε έλαβαν γνώση περί αυτής, έγινε δεκτή και το τμήμα των 400 τ.μ. του ευρύτερου γεωτεμαχίου αποσπάστηκε από αυτό (ευρύτερο) και αφού του δόθηκε αριθμός ΚΑΕΚ …. καταχωρήθηκε στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου με αναγραφόμενο ιδιοκτήτη το εναγόμενο ως δήθεν δασική έκταση. Αφού η περιοχή του Δήμου Μελισσιών κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση, με την με αριθ. 253/2/25.10.2004 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΦΕΚ 1631/Β73.11.2004) διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου για το Δήμο Μελισσιών και ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή αυτή η 3.11.2004. Το επίδικο, καταχωρήθηκε ως γεωτεμάχιο εμβαδού 400 τμ στον ΚΑΕΚ …… στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου και φέρεται σε αυτά ως ιδιοκτησία του εναγομένου. Δεδομένου δε ότι το εναγόμενο με τις κατατεθείσες προτάσεις του αρνήθηκε γενικώς μόνο, την αγωγή, χωρίς να προβάλει ένσταση ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου ή να ισχυρισθεί ότι έλκει επ’ αυτού οποιοδήποτε άλλο εμπράγματο δικαίωμα, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη αφού δεν αποδείχθηκε, όχι μόνο ο δασικός χαρακτήρας του επιδίκου αλλά ούτε ότι το εναγόμενο άσκησε για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα τη νομή του επιδίκου, ώστε να τύχουν εφαρμογής οι μνημονευόμενες διατάξεις στη μείζονα σκέψη της παρούσας για την κτήση κυριότητας του δημοσίου επί δασικής εκτάσεως. Επίσης, πρέπει να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες ως συγκύριοι κατά παράγωγο αλλά και κατά πρωτότυπο (τακτική χρησικτησία) τρόπο κτήσης της κυριότητας τους και κατά ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ’ αδιαιρέτου έκαστος του επιδίκου και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να φαίνεται ότι το επίδικο ανήκει κατά συγκυριότητα σε αυτούς. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος τους, βαρύνουν το εναγόμενο λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), θα επιβληθούν, όμως, μειωμένα, κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ’ αριθμ. 134423/8-12-1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ ΚΙ 1/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 (ΑΠ 322/2008, Δημοσίευση Νόμος), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 50% εξ’ αδιαιρέτου έκαστος, ενός γεωτεμαχίου – αγροτεμαχίου, εμβαδού 400 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «…..», στα Μελίσσια Αττικής και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστων, νότια με υπόλοιπο τμήμα ιδιοκτησίας των εναγόντων με ΚΑΕΚ …………, ανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ………… και εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …… δυτικά με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …….., έχει λάβει ως γεωτεμάχιο τον ΚΑΕΚ ……., εμβαδού 400 τ.μ., το οποίο φέρεται στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου για το δήμο Μελισσιών, ως ιδιοκτησία του εναγομένου.
Διατάσσει τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αμαρουσίου για το δήμο Μελισσιών ως προς το παραπάνω ακίνητο, ώστε να φαίνεται ότι ανήκει κατά συγκυριότητα στους ενάγοντες.
Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων την οποία ορίζει σε διακόσια (200) ευρώ.